- μακαρονικός
- -ή, -ό1. (για λόγο) αυτός που περιέχει μακαρονισμούς2. (για συγγραφέα) αυτός που μεταχειρίζεται μακαρονισμούς στον λόγο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ. λατ. macaronicus < macaroni. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για τον λόγο που περιέχει ανάμικτα στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας, ανάλογα με τον φόρτο τών καρυκευμάτων που έχουν τα μακαρόνια. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.